- λητουργία
- λῃτουργία, ἡ (Α) (αττ. τ.) βλ. λειτουργία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λῃτουργία — λῃτουργίᾱ , λειτουργία public service fem nom/voc/acc dual λῃτουργίᾱ , λειτουργία public service fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃτουργίας — λῃτουργίᾱς , λειτουργία public service fem acc pl λῃτουργίᾱς , λειτουργία public service fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃτουργίαν — λῃτουργίᾱν , λειτουργία public service fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liturgie (Athènes) — Liturgie (Grèce antique) Cet article concerne l obligation fiscale pesant sur les riches en Grèce antique. Pour le sens religieux du terme, voir liturgie … Wikipédia en Français
Liturgie (Grèce antique) — Cet article concerne l obligation fiscale pesant sur les riches en Grèce antique. Pour le sens religieux du terme, voir liturgie. D … Wikipédia en Français
λειτουργία — Ενέργεια, εργασία· στην περίπτωση των οργάνων του σώματος, ο τρόπος με τον οποίο αυτά λειτουργούν. Ιστορία. Ο όρος λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα. Επρόκειτο για υπηρεσία τακτική ή έκτακτη, που επέβαλε το κράτος των Αθηναίων στους… … Dictionary of Greek
λῃτουργίαι — λειτουργία public service fem nom/voc pl λῃτουργίᾱͅ , λειτουργία public service fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)